- δεραιοπέδη
- δεραιοπέδη, ἡ,A collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεραιοπέδη — δεραιοπέδη, η (Α) η δεροπέδη, το περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)] … Dictionary of Greek
δεραιοπέδη — collar fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεραιοπέδην — δεραιοπέδη collar fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεραιοπέδας — δεραιοπέδᾱς , δεραιοπέδη collar fem acc pl δεραιοπέδᾱς , δεραιοπέδη collar fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεραιοπέδαν — δεραιοπέδᾱν , δεραιοπέδη collar fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)